- υβριστοδίκαι
- οἱ, Α(ως τίτλος κωμωδίας τού Ευπόλιδος) δικαστές που καταπατούν τον νόμο και, ιδίως, αυτοί που δωροδοκούνται για να βοηθούν τους εγκληματίες να διαφεύγουν την τιμωρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑβρίζω + -δίκης (< δίκη), πρβλ. ειρηνο-δίκης].
Dictionary of Greek. 2013.